Τι ορίζεται ως υπογονιμότητα και πως αντιμετωπίζεται
Υπογονιμότητα ορίζεται ως η αδυναμία σύλληψης και επίτευξης εγκυμοσύνης, μετά από ένα έτος τακτικών σεξουαλικών επαφών χωρίς προφύλαξη.
Συχνά αίτια γυναικείας υπογονιμότητας αποτελούν το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, η συγγενής υπερπλασία επινεφριδίων, οι δυσγενετικές γονάδες , η προηγηθείσα χημειοθεραπεία ή ακτινοβολία ωοθηκών, ο υποθυρεοειδισμός και η υπερπρολακτιναιμία.Επιπλέον υπάρχουν και αμιγώς γυναικολογικά αίτια, όπως το σύνδρομο Ashermann, η ενδομητρίωση και η φλεγμονώδης νόσος της πυέλου.
Από την άλλη, για την ανδρική υπογονιμότητα, ενοχοποιούνται συχνά οι διαταραχές σπερματογένεσης, που αφορούν την κινητικότητα και μορφολογία των σπερματοζωαρίων, το σύνδρομο Kleinfelter, ενδοκρινολογικά αίτια, όπως η συγγενής υπερπλασία επινεφριδίων, o υπογοναδισμός και οι διαταραχές των θυρεοειδικών ορμονών, αλλά και άλλες παθολογικές καταστάσεις, όπως η κρυψορχία, η κιρσοκήλη και η κυστική ίνωση.
H θεραπεία της υπογονιμότητας είναι ανάλογη του αιτίου που την προκαλεί και είναι είτε φαρμακευτική, είτε χειρουργική όταν πρόκειται για ανατομικά προβλήματα στο αναπαραγωγικό σύστημα. Στην περίπτωση που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί ή δεν ανευρίσκεται το αίτιο υπογονιμότητας, μπορούμε να στραφούμε σε ειδικές μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως διέγερση ωοθηκών, σπερματέγχυση ή εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF).