Ο υποπαραθυρεοειδισμός αποτελεί μια σπάνια οντότητα, που χαρακτηρίζεται από ανεπαρκή έκκριση ή δράση της παραθορμόνης. Η παραθορμόνη μαζί με τη βιταμίνη D και την καλσιτονίνη που παράγεται από τον θυρεοειδή, συμβάλλει σημαντικά στη ρύθμιση των επιπέδων ασβεστίου και φωσφόρου, ενώ παράλληλα παίζει ενεργό ρόλο στον οστικό μεταβολισμό.
Αποτέλεσμα της ανεπαρκούς παραγωγής ή δράσης της, είναι η πτώση των επιπέδων ασβεστίου και η αύξηση των επιπέδων φωσφόρου. Κύρια συμπτώματα των χαμηλών αυτών επιπέδων ασβεστίου, αποτελούν οι μυικές κράμπες, η αδυναμία, οι αιμώδιες (περιστοματικά και στα ακροδάχτυλα χεριών-ποδιών), η τετανία, οι μυικοί σπασμοί, ο λαρυγγόσπασμος και οι καρδιακές αρρυθμίες. Μακροπρόθεσμα, τα διαταραγμένα επίπεδα ασβεστίου-φωσφόρου μπορούν να οδηγήσουν στην εναπόθεση αλάτων στα βασικά γάγγλια του εγκεφάλου και στους οφθαλμούς, με αποτέλεσμα αποτιτανώσεις των βασικών γαγγλίων και καταρράκτη.
Το πιο συχνό αίτιο υποπαραθυρεοειδισμού αποτελεί ο τραυματισμός των παραθυρεοειδών αδένων μετά θυρεοειδεκτομή ή παραθυρεοειδεκτομή, ή ακόμα και μετά ακτινοβολία στην περιοχή του τραχήλου. Σπανιότερα, ο υποπαραθυρεοειδισμός μπορεί να εμφανισθεί στο πλαίσιο κάποιας αυτοάνοσης διαδικασίας, διηθητικής νόσου, γενετικών συνδρόμων ή ακόμα να είναι ιδιοπαθής.
Για την αντιμετώπιση του υποπαραθυρεοειδισμού χορηγείται υποκατάσταση με ασβέστιο και ενεργό βιταμίνη D. Στις σπάνιες περιπτώσεις, που παρά την υποκάτασταση, δε ρυθμίζονται τα επίπεδα ασβεστίου και φωσφόρου, χορηγείται θεραπεία με ανασυνδυασμένη παραθορμόνη.