Τα αδενώματα υπόφυσης είναι καλοήθεις όγκοι της υπόφυσης και διακρίνονται σε λειτουργικά (ορμονοεκκριτικά) και μη λειτουργικά (μη ορμονοεκκριτικά) αδενώματα. Στην περίπτωση των ορμονοεκκριτικών αδενωμάτων προκαλούνται συμπτώματα, αναλόγως της ορμόνης που υπερπαράγεται από την αντίστοιχη εξεργασία.

Στην περίπτωση των μη ορμονοεκκριτικών αδενωμάτων, συμπτώματα προκαλούνται μόνο επί μεγάλων εξεργασιών (μακροαδενωμάτων), όταν πιέζονται γειτονικές δομές στην υπόφυση από το αδένωμα, με αποτέλεσμα κεφαλαλγίες και οπτικές διαταραχές. Συχνά προκαλείται υποφυσιακή ανεπάρκεια, καθώς λόγω του μεγάλου μεγέθους, καταστρέφονται τα γειτονικά ορμονοεκκριτικά κύτταρα της υπόφυσης, με αποτέλεσμα να είναι χαμηλά τα επίπεδα των ορμονών που εκκρίνουν στο αίμα. Ως μικροαδενώματα χαρακτηρίζονται αυτά με διάμετρο μικρότερη των 10 mm, ενώ ως μακροαδενώματα, αυτά των οποίων η διάμετρος υπερβαίνει τα 10 mm.

H διάγνωση τίθεται εργαστηριακά με μέτρηση των ορμονών της υπόφυσης και μαγνητική τομογραφία (MRI) εγκεφάλου, όπου απεικονίζεται το αντίστοιχο αδένωμα. Η θεραπεία εξαρτάται από τον τύπο του αδένωματος. Στην περίπτωση των ορμονοεκκριτικών γίνεται χειρουργική αφαίρεση του αδενώματος, με εξαίρεση το προλακτίνωμα, που συνήθως αντιμετωπίζεται φαρμακευτικά με αγωνιστές ντοπαμίνης. Στην περίπτωση των μη λειτουργικών αδενωμάτων που λόγω μεγέθους ασκούν πίεση στην υπόφυση, η αντιμετώπιση είναι χειρουργική και συχνά εφαρμόζεται και ακτινοβολία.




Η ακρομεγαλία αποτελεί μια σπάνια νόσος, που στο 99%  προκαλείται από αδενώματα υπόφυσης, που υπερεκκρίνουν αυξητική ορμόνη. Κλινικά χαρακτηριστικά της ακρομεγαλίας, αποτελούν ο προγναθισμός, η μακρογλωσσία, η τραχύτητα των χαρακτηριστικών του προσωπού, το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα, οι αρθραλγίες, η αυξημένη εφίδρωση, η υπέρταση, ο σακχαρώδης διαβήτης, το σύνδρομο υπνικής άπνοιας, αλλά και οι κεφαλαλγίες με διαταραχές των οπτικών πεδίων, όταν πρόκειται για μακροαδενώματα.

Διαγιγνώσκεται με μέτρηση της ορμόνης IGF-1 και μαγνητική τομογραφία υπόφυσης, όπου απεικονίζεται το αδένωμα. Η ακρομεγαλία συσχετίζεται με καρκίνο του εντέρου, για αυτό και η κολονοσκόπηση είναι απαραίτητη στους ασθενείς αυτούς.

Αντιμετωπίζεται με χειρουργική αφαίρεση του αδενώματος. Σε περίπτωση μη ανταπόκρισης στο χειρουργείο, χορηγείται φαρμακευτική θεραπεία με ανάλογα σωματοστατίνης, pegvisomant και αγωνιστές ντοπαμίνης. Τέλος, όταν η ανταπόκριση στη φαρμακευτική θεραπεία είναι μικρή, μπορεί να χορηγηθεί επιπλέον ακτινοβολία.




Η υπερπρολακτιναιμία μπορεί να οφείλεται σε φυσιολογικά ή παθολογικά αίτια. Φυσιολογικά, η προλακτίνη αυξάνεται σε καταστάσεις, όπως κύηση, θηλασμό, stress ή μετά από έντονη άσκηση. Από την άλλη, παθολογικά αίτια υπερπρολακτιναιμίας αποτελούν τα προλακτινώματα, ο υποθυρεοειδισμός, η ηπατική και νεφρική ανεπάρκεια, οι εξεργασίες ή άλλα αδενώματα, που λόγω μεγέθους πιέζουν τον μίσχο της υπόφυσης, αλλά και η χρήση ψυχιατρικών και άλλων φαρμάκων.

Κύρια συμπτώματα υπερπρολοκτιναιμίας αποτελούν η ολιγομηνόρροια, η αμηνόρροια, η γαλακτόρροια και η υπογονιμότητα, ενώ τα μακροπρολακτινώματα (δηλ. αδενώματα μεγέθους πάνω από 10 mm) μπορούν επιπλέον να οδηγήσουν σε κεφαλαλγίες και οπτικές διαταραχές, λόγω της πίεσης που ασκούν στις γειτονικές δομές στην υπόφυση. Η υπερπρολακτιναιμία αντιμετώπιζεται με αγωνιστές ντοπαμίνης. Σπανιότερα, τα προλακτινώματα όταν δεν ανταποκρίνονται στην φαρμακευτική θεραπεία, αντιμετωπίζονται με χειρουργείο ή ακτινοβολία.




Η υποφυσίτιδα αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα, που εμφανίζεται συνήθως σε γυναίκες κατά την εγκυμοσύνη ή την περίοδο μετά τον τοκετό. Πρόκειται για μια αυτοάνοση διαδικασία, όπου ο αδένας της υπόφυσης διηθείται εκτενώς από λεμφοκύτταρα ή πλασματοκύτταρα, με αποτέλεσμα καταστροφή των κυττάρων της πρόσθιας υπόφυσης, οπότε και ανεπαρκή έκκριση των αντιστοίχων ορμονών που φυσιολογικά παράγει ο πρόσθιος λοβός. Τα συμπτώματα, που εκδηλώνονται είναι ανάλογα με την ορμόνη που ανεπαρκεί.

Σε περίπτωση εκτεταμένης φλεγμονής, μπορεί να παρεκτοπισθεί ο μίσχος της υπόφυσης ή να εκδηλωθούν και άλλα χωροκατακτητικά φαινόμενα, με αποτέλεσμα κεφαλαλγίες και διαταραχές οπτικών πεδίων.

Η διάγνωση τίθεται με την χαρακτηριστική απεικόνιση της υποφυσίτιδας στην μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου και τα μειωμένα επίπεδα ορμονών στον εργαστηριακό έλεγχο, στα πλαίσια της υποφυσιακής ανεπάρκειας που έχει προκληθεί. Η αντιμετώπιση είναι κυρίως φαρμακευτική με κορτικοστεροειδή.




Υποφυσιακή ανεπάρκεια είναι η κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από μειωμένη έκκριση μιας ή περισσότερων ορμονών από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης. Ανάλογα με την ορμόνη που ανεπαρκεί, παρουσιάζονται και τα αντίστοιχα συμπτώματα στον ασθενή. Οταν η υποφυσιακή ανεπάρκεια προκαλείται από κάποιο μακροαδένωμα που πιέζει τις γειτονικές δομές, επιπλέον μπορούν να εκδηλωθούν κεφαλαλγίες και διαταραχές των οπτικών πεδίων.

Πέραν του αδενώματος, άλλα αίτια υποφυσιακής ανεπάρκειας, αποτελούν η λεμφοκυτταρική υποφυσίτιδα, κοκκιωματώδεις νόσοι, όπως ιστιοκυττάρωση και σαρκοείδωση, διάφοροι όγκοι εγκεφάλου, η προηγηθείσα ακτινοβολία, το τραύμα κεφαλής, ισχαιμικές βλάβες με αιμορραγίες ή έμφρακτα της υπόφυσης, ενώ πιο σπάνια, τα αίτια είναι λοιμώδη ή γενετικά.

Για να τεθεί η διάγνωση, μετρώνται τα επιπέδα ορμονών στο αίμα και διενεργείται μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου, ή ακόμα και δυναμικές δοκιμασίες διέγερσης ορμονών. Σε γενικές γραμμές, η υποφυσιακή ανεπάρκεια αντιμετωπίζεται με θεραπεία υποκατάστασης των ορμονών που ανεπαρκούν, αναλόγως όμως του αιτίου, η αντιμετώπιση μπορεί να διαφοροποιηθεί.

Για παράδειγμα στην περίπτωση υποφυσιακής ανεπάρκειας λόγω χωροκατακτητικής βλάβης, γίνεται χειρουργική αφαίρεση του αδενώματος που ασκεί την πίεση και σε μη ανταπόκριση στο χειρουργείο, εφαρμόζεται επιπλέον ακτινοβολία. Από την άλλη, όταν το αίτιο της υποφυσιακής ανεπάρκειας είναι κάποιος τύπος υποφυσίτιδας, η αντιμετώπιση είναι κυρίως φαρμακευτική με κορτικοστεροειδή.



Λεωφ. Μεσογείων 421 Β, Αγία Παρασκευή
Ιατρείο: 216 0017 127 Κινητό: 6974 418 573


Ωράριο λειτουργίας

Τετάρτη: 9.00-14.00 & 17.00-21.00
Πέμπτη: 17.00-21.00
Παρασκευή: 9.00-14.00 & 17.00-21.00
Δευτέρα ,Τριτη: κατόπιν ραντεβού


Copyright by Nellie Pappa 2023. All rights reserved.