Υποθυρεοειδισμός είναι η κατάσταση, όπου ο θυρεοειδής υπολειτουργεί, δηλ. δεν παράγει επαρκή ποσότητα θυρεοειδικών ορμονών. Συχνότατο αίτιο υποθυρεοειδισμού αποτελεί η εμφάνιση αυτοαντισωμάτων, που επιτίθενται στον θυρεοειδή, μπλοκάρωντας την λειτουργία του (ν. Hashimoto)

Ο θυρεοειδής με τη σειρά του ελέγχεται από την υπόφυση, η οποία παράγει μια ορμόνη, που ονομάζεται θυρεοτρόπος ορμόνη (TSH). Η ορμόνη αυτή δρα στον θυρεοειδή αδένα και μόλις η λειτουργία του αδένα μπλοκαριστεί, αυξάνεται, προκειμένου να διεγείρει τον θυρεοειδή να παράγει την ορμόνη που λείπει, με τη χαρακτηριστική εικόνα εργαστηριακών εξετάσεων (αυξ.TSH, μειωμ. Τ3,Τ4). Τα πιο συχνά συμπτώματα υποθυρεοειδισμού είναι το αίσθημα κόπωσης, η αύξηση βάρους, το αίσθημα ψύχους, η υπνηλία, οι διαταραχές μνήμης, η δυσκοιλιότητα, η τριχόπτωση, τα εύθραστα νύχια, η μυική αδυναμία και διάφορα καρδιολογικά προβλήματα. Η συχνότητα εμφάνισής του είναι μεγαλύτερη στις γυναίκες και στα άτομα με άλλα αυτοάνοσα νοσήματα ή με οικογενειακό ιστορικό υποθυρεοειδισμού.

Ο υποθυρεοειδισμός αντιμετωπίζεται με φάρμακα (θυροξίνη). Περιστασιακά, ο θυρεοειδής μπορεί να απορρυθμιστεί από καταστάσεις όπως η κύηση, η συγχορήγηση άλλων φαρμάκων, ή η αύξηση σωματικού βάρους και για αυτό είναι σημαντική η δια βίου παρακολούθηση του ασθενούς από ενδοκρινολόγο.




Υπερθυρεοειδισμός είναι η κατάσταση, κατά την οποία ο θυρεοειδής συνθέτει και παράγει υπερβολική ποσότητα θυρεοειδικών ορμονών, με αποτέλεσμα συμπτώματα, όπως αίσθημα παλμών, νευρικότητα, τρόμο, απώλεια βάρους, δυσανεξία στη ζέστη, αυξημένη εφίδρωση και μυική αδυναμία. Ακόμα, στην περίπτωση της νόσου Graves, που αποτελεί το πιο συχνό αίτιο υπερθυρεοειδισμού, και οφείλεται σε αυτοαντισώματα που διεγείρουν συνεχώς τους υποδοχείς των θυρεοειδικών κυττάρων, οδηγώντας στην υπερθυρεοειδική κατάσταση, παρατηρείται εξόφθαλμος και σπανιότερα προκνημιαίο μυξοίδημα. Άλλα λιγότερο συχνά αίτια υπερθυρεοειδισμού αποτελούν οι θερμοί (τοξικοί) όζοι, το τοξικό αδένωμα και οι διάφορες μορφές θυρεοειδίτιδας.

Η διάγνωση του υπερθυρεοειδισμού τίθεται με φυσική εξέταση, εργαστηριακές εξετάσεις και απεικονιστικό έλεγχο (σπινθηρογράφημα, υπέρηχο θυρεοειδούς). Οι θεραπευτικές επιλογές για την αντιμετώπιση του, είναι είτε χορήγηση αντιθυρεοειδικών φαρμάκων και β-blockers, είτε ριζική θεραπεία με ραδιενεργό Ιώδιο ή χειρουργείο (θυρεοειδεκτομή). Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι ο υπερθυρεοειδισμός, πρέπει πάντα να αντιμετωπίζεται , καθώς πέραν των προαναφερθέντων συμπτωμάτων, προκαλεί οστεοπόρωση και έχει άμεσες συνέπειες στην καρδιά, καθώς οδηγεί σε συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και αρρυθμίες, με πιο συχνή την κολπική μαρμαρυγή.




Δημιουργούνται ως αποτέλεσμα της ανώμαλης αύξησης των κυττάρων του θυρεοειδούς αδένα. Πάνω από 90% των όζων στους ενήλικες είναι καλοήθεις, αλλά σε ένα μικρότερο ποσοστό (4-6,5%) είναι κακοήθεις. Παρότι η πλειοψηφία των όζων είναι καλοήθεις, όταν υπερηχογραφικά διαπιστώνονται όζοι με ύποπτα χαρακτηριστικά, οφείλουν να παρακεντηθούν για τον αποκλεισμό κακοηθείας.

Αν επιβεβαιωθεί η κακοήθεια, ακολουθεί χειρουργείο για αφαίρεση του κακοήθους όζου (καρκινώματος θυρεοειδούς) και περαιτέρω αντιμετώπιση. Επιπλέον, οι όζοι ταξινομούνται ως ψυχροί( μη λειτουργικοί) και θερμοί(λειτουργικοί). Οι τελευταίοι οδηγούν σε υπερπαραγωγή θυρεοειδικών ορμονών, με αποτέλεσμα συμπτώματα υπερθυρεοειδισμού και η αντιμέτωπιση είναι θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο ή χειρουργείο.




Ο καρκίνος θυρεοειδούς ταξινομείται σε 4 τύπους:

  • θηλώδες καρκίνωμα (αποτελεί την πιο συχνή μορφή, και συνήθως είναι θεραπεύσιμο)
  • θυλακιώδες καρκίνωμα
  • μυελοειδές (σε σημαντικό ποσοστό υπάρχει οικογενές ιστορικό της νόσου) και
  • αναπλαστικό (αποτελεί επιθετική μορφή , ραγδαίας εξέλιξης, που συνήθως μεθίσταται στους γειτονικούς ιστούς και άλλα σημεία του σώματος)

Κύριοι προδιαθεσικοί παράγοντες εμφάνισης καρκίνου θυρεοειδούς αποτελούν η προηγηθείσα ακτινοβολία στην παιδική ηλικία και το θετικό οικογενειακό ιστορικό θυρεοειδοπάθειας ή καρκίνου θυρεοειδούς. Συχνά η προχωρημένη μορφή καρκίνου θυρεοειδούς εκδηλώνεται με δυσκολία αναπνοής, βράγχος φωνής, ταχεία και αιφνίδια διόγκωση τραχηλικών λεμφαδένων και ανεξήγητη απώλεια βάρους.

Η διάγνωση τίθεται με βιοψία, που λαμβάνεται από την παρακέντηση των ύποπτα υπερηχογραφικά όζων. Η αντιμετώπιση του καρκίνου θυρεοειδούς εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως τον τύπο, το μέγεθος και την έκταση του όγκου. Καταρχάς αντιμετωπίζεται με θυρεοειδεκτομή ή λοβεκτομή αναλόγως του μεγέθους του καρκινώματος, και ακολουθεί λεμφαδενικός καθαρισμός, όταν απαιτείται. Η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο εφαρμόζεται συχνά στα θηλώδη καρκίνωμτα, ενώ η προχωρημένη μορφή καρκινωμάτων μπορεί να αντιμετωπισθεί με χημειοθεραπεία, ακτινοβολία και αναστολείς τυροσινικών κινασών. Αξιοσημείωτο όμως είναι, ότι οι περισσότερες μορφές καρκίνου θυρεοειδούς είναι αντιμετωπίσιμες, ειδικά όταν τα καρκινικά κύτταρα δεν έχουν εξαπλωθεί σε άλλα σημεία του σώματος.




Είναι η φλεγμονή του θυρεοειδούς, που χαρακτηρίζεται συνήθως από τρείς φάσεις:

  • τη θυρεοτοξική, όπου παρατηρείται υπερπαραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών
  • την υποθυρεοειδική, όπου μειώνονται τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών και
  • την ευθυρεοειδική, όπου τα επίπεδα των ορμονών είναι φυσιολογικά και συνήθως ακολουθεί την υπερθυρεοειδική και προηγείται της υποθυρεοειδικής φάσης.

Συχνοί τύποι θυρεοειδίτιδας είναι η Hashimoto, η postpartum θυρεοειδίτιδα (αυτοάνοσης αιτιολογίας, που παρατηρείται εντός ενός έτους από τον τοκετό), η υποξεία-De Quervain θυρεοειδίτιδα (ιογενούς αιτιολογίας, που συνήθως έπεται αναπνευστικών λοιμώξεων), η οξεία πυώδης θυρεοειδίτιδα, αλλά και θυρεοειδίτιδες που προκαλούνται από το ιώδιο ή άλλα φάρμακα, όπως αμιωδαρόνη, λίθιο, ιντερφερόνη.

Τα συμπτώματα της θυρεοειδίτιδας εξαρτώνται από τον τύπο και τη φάση της θυρεοειδίτιδας. Η θυρεοτοξική φάση διαρκεί 1-3 μήνες και χαρακτηρίζεται από συμπτώματα υπερθυρεοειδισμού (πχ. ταχυκαρδία, απώλεια βάρους, τρόμος, ευερεθιστότητα, εφίδρωση, δυσανεξία στη ζέστη).

Η υποθυρεοειδική φάση έχει μεγαλύτερη διάρκεια και μπορεί να εξελιχθεί σε μόνιμο υποθυρεοειδισμό, με τα αντίστοιχα συμπτώματα υποθυρεοειδισμού (πχ. κόπωση, δυσκοιλιότητα, δυσανεξία στο ψύχος, μυική αδυναμία, διαταραχές συγκέντρωσης). Η θεραπεία εξαρτάται από τη φάση της φλεγμονής (χορήγηση β-blockers στον υπερθυρεοειδικό και θυροξίνης στον υποθυρεοειδικό ασθενή) αλλά και τον τύπο της θυρεοειδίτιδας. Χαρακτηριστική είναι η υποξεία θυρεοειδίτιδα, που αντιμετωπίζεται με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη και σε βαρύτερες περιπτώσεις με στεροειδή φάρμακα. Αντίθετα, η οξεία πυώδης θυρεοειδίτιδα αντιμετωπίζεται με αντιβιοτικά και αναλόγως βαρύτητας, παροχέτευση.



Λεωφ. Μεσογείων 421 Β, Αγία Παρασκευή
Ιατρείο: 216 0017 127 Κινητό: 6974 418 573


Ωράριο λειτουργίας

Τετάρτη: 9.00-14.00 & 17.00-21.00
Πέμπτη: 17.00-21.00
Παρασκευή: 9.00-14.00 & 17.00-21.00
Δευτέρα ,Τριτη: κατόπιν ραντεβού


Copyright by Nellie Pappa 2023. All rights reserved.