Υποθυρεοειδισμός είναι η κατάσταση, όπου ο θυρεοειδής υπολειτουργεί, δηλ. δεν παράγει επαρκή ποσότητα θυρεοειδικών ορμονών. Συχνότατο αίτιο υποθυρεοειδισμού αποτελεί η εμφάνιση αυτοαντισωμάτων, που επιτίθενται στον θυρεοειδή, μπλοκάρωντας την λειτουργία του (ν. Hashimoto)
Ο θυρεοειδής με τη σειρά του ελέγχεται από την υπόφυση, η οποία παράγει μια ορμόνη, που ονομάζεται θυρεοτρόπος ορμόνη (TSH). Η ορμόνη αυτή δρα στον θυρεοειδή αδένα και μόλις η λειτουργία του αδένα μπλοκαριστεί, αυξάνεται, προκειμένου να διεγείρει τον θυρεοειδή να παράγει την ορμόνη που λείπει, με τη χαρακτηριστική εικόνα εργαστηριακών εξετάσεων (αυξ.TSH, μειωμ. Τ3,Τ4). Τα πιο συχνά συμπτώματα υποθυρεοειδισμού είναι το αίσθημα κόπωσης, η αύξηση βάρους, το αίσθημα ψύχους, η υπνηλία, οι διαταραχές μνήμης, η δυσκοιλιότητα, η τριχόπτωση, τα εύθραστα νύχια, η μυική αδυναμία και διάφορα καρδιολογικά προβλήματα. Η συχνότητα εμφάνισής του είναι μεγαλύτερη στις γυναίκες και στα άτομα με άλλα αυτοάνοσα νοσήματα ή με οικογενειακό ιστορικό υποθυρεοειδισμού.
Ο υποθυρεοειδισμός αντιμετωπίζεται με φάρμακα (θυροξίνη). Περιστασιακά, ο θυρεοειδής μπορεί να απορρυθμιστεί από καταστάσεις όπως η κύηση, η συγχορήγηση άλλων φαρμάκων, ή η αύξηση σωματικού βάρους και για αυτό είναι σημαντική η δια βίου παρακολούθηση του ασθενούς από ενδοκρινολόγο.