Πρωτοπαθής Υπεραλδοστερονισμός

Πρωτοπαθής Υπεραλδοστερονισμός είναι η κατάσταση, όπου υπερπαράγεται αλδοστερόνη από το ένα ή και τα δύο επινεφρίδια. Η αλδοστερόνη είναι μια ορμόνη, που συμβάλλει σημαντικά στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, μέσω ελέγχου των επιπέδων καλίου και νατρίου στο αίμα. Ως αποτέλεσμα της υψηλής αρτηριακής πίεσης που παρατηρείται στον πρωτοπαθή υπεραλδοστερονισμό, ο ασθενής μπορεί να παρουσιάζει κεφαλαλγία ή αίσθημα ζάλης, ενώ στα πλαίσια της υποκαλιαιμίας που συχνά συνυπάρχει, μπορούν να εκδηλωθούν αιμωδίες, κόπωση, μυικοί σπασμοί και αδυναμία.
Το πιο συχνό αίτιο πρωτοπαθούς υπεραλδοστερονισμού είναι το αδένωμα επινεφριδίων (ν.Conn), το οποίο είναι ένας καλοήθης όγκος που παράγει περίσσεια αλδοστερόνης. Άλλα πιο σπάνια αίτια αποτελούν η αμφοτερόπλευρη υπερπλασία επινεφριδίων, ο καρκίνος επινεφριδίων ή μια σπάνια κληρονομική νόσος, που καλείται οικογενής υπεραλδοστερονισμός τύπου 1.
Η διάγνωση του πρωτοπαθούς υπεραλδοστερονισμού, τίθεται με μέτρηση της αλδοστερόνης και δραστικότητας ρενίνης στο αίμα. Συχνά για την επιβεβαίωση της διάγνωσης, απαιτούνται επιπλέον δυναμικές δοκιμασίες, όπου διενεργείται φόρτιση του ασθενούς με νάτριο και εν συνεχεία ακολουθεί μέτρηση των παραπάνω ορμονών. Τέλος, η αξονική τομογραφία επινεφριδίων συμβάλλει επίσης σημαντικά στη διάγνωση. Η θεραπεία του υπεραλδοστερονισμού είναι ανάλογη του αιτίου. Στην περίπτωση της ν.Conn γίνεται χειρουργική αφαίρεση του αδενώματος, ενώ στην περίπτωση αμφοτερόπλευρης υπερπλασίας επινεφριδίων χορηγείται φαρμακευτική θεραπεία με ανταγωνιστές αλδοστερόνης.