Υποφυσιακή Ανεπάρκεια
Υποφυσιακή ανεπάρκεια είναι η κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από μειωμένη έκκριση μιας ή περισσότερων ορμονών από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης. Ανάλογα με την ορμόνη που ανεπαρκεί, παρουσιάζονται και τα αντίστοιχα συμπτώματα στον ασθενή. Οταν η υποφυσιακή ανεπάρκεια προκαλείται από κάποιο μακροαδένωμα που πιέζει τις γειτονικές δομές, επιπλέον μπορούν να εκδηλωθούν κεφαλαλγίες και διαταραχές των οπτικών πεδίων.
Πέραν του αδενώματος, άλλα αίτια υποφυσιακής ανεπάρκειας, αποτελούν η λεμφοκυτταρική υποφυσίτιδα, κοκκιωματώδεις νόσοι, όπως ιστιοκυττάρωση και σαρκοείδωση, διάφοροι όγκοι εγκεφάλου, η προηγηθείσα ακτινοβολία, το τραύμα κεφαλής, ισχαιμικές βλάβες με αιμορραγίες ή έμφρακτα της υπόφυσης, ενώ πιο σπάνια, τα αίτια είναι λοιμώδη ή γενετικά.
Για να τεθεί η διάγνωση, μετρώνται τα επιπέδα ορμονών στο αίμα και διενεργείται μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου, ή ακόμα και δυναμικές δοκιμασίες διέγερσης ορμονών. Σε γενικές γραμμές, η υποφυσιακή ανεπάρκεια αντιμετωπίζεται με θεραπεία υποκατάστασης των ορμονών που ανεπαρκούν, αναλόγως όμως του αιτίου, η αντιμετώπιση μπορεί να διαφοροποιηθεί.
Για παράδειγμα στην περίπτωση υποφυσιακής ανεπάρκειας λόγω χωροκατακτητικής βλάβης, γίνεται χειρουργική αφαίρεση του αδενώματος που ασκεί την πίεση και σε μη ανταπόκριση στο χειρουργείο, εφαρμόζεται επιπλέον ακτινοβολία. Από την άλλη, όταν το αίτιο της υποφυσιακής ανεπάρκειας είναι κάποιος τύπος υποφυσίτιδας, η αντιμετώπιση είναι κυρίως φαρμακευτική με κορτικοστεροειδή.