Δημιουργούνται ως αποτέλεσμα της ανώμαλης αύξησης των κυττάρων του θυρεοειδούς αδένα. Πάνω από 90% των όζων στους ενήλικες είναι καλοήθεις, αλλά σε ένα μικρότερο ποσοστό (4-6,5%) είναι κακοήθεις. Παρότι η πλειοψηφία των όζων είναι καλοήθεις, όταν υπερηχογραφικά διαπιστώνονται όζοι με ύποπτα χαρακτηριστικά, οφείλουν να παρακεντηθούν για τον αποκλεισμό κακοηθείας.

Αν επιβεβαιωθεί η κακοήθεια, ακολουθεί χειρουργείο για αφαίρεση του κακοήθους όζου (καρκινώματος θυρεοειδούς) και περαιτέρω αντιμετώπιση. Επιπλέον, οι όζοι ταξινομούνται ως ψυχροί( μη λειτουργικοί) και θερμοί(λειτουργικοί). Οι τελευταίοι οδηγούν σε υπερπαραγωγή θυρεοειδικών ορμονών, με αποτέλεσμα συμπτώματα υπερθυρεοειδισμού και η αντιμέτωπιση είναι θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο ή χειρουργείο.




Πρόκειται για μια χρόνια κατάσταση, όπου η παραγωγή κορτιζόλης και αλδοστερόνης από τα επινεφρίδια είναι εξαιρετικά μειωμένη, λόγω ατροφίας ή καταστροφής τους. Καθώς η κορτιζόλη αποτελεί απαραίτητη για τη ζωή ορμόνη, εάν δεν χορηγηθεί θεραπεία, ο ασθενής οδηγείται σε επινεφριδιακή κρίση, με αποτέλεσμα αφυδάτωση και θάνατο.

Η νόσος Addison μπορεί να προκληθεί λόγω αυτοανοσίας, που είναι και το πιο συχνό αίτιο, ή ακόμα στα πλαίσια μεταστατικής νόσου, λοίμωξης (φυματίωση, HIV), αιμορραγικού εμφράκτου, προηγηθείσας χημειοθεραπείας ή ακτινοβολίας, αμυλοείδωσης, ή τέλος στο πλαίσιο αυτοάνοσων πολυαδενικών συνδρόμων ή σπάνιων γενετκών σύνδρομων, όπως η αδρενολευκοδυστροφία.

Κλινικά σημεία και συμπτώματα της νόσου είναι η κόπωση, η μελάγχρωση του δέρματος και των βλεννογόνων, ο πόνος στην κοιλιά, οι εμετοί-διάρροιες, η ανορεξία, η απώλεια σωματικού βάρους, η υπόταση και η αφυδάτωση. Η διάγνωση βασίζεται και στον εργαστηριακό έλεγχο, όπου συχνά διαπιστώνονται ηλεκτρολυτικές διαταραχές και υπογλυκαιμία, αλλά επιβεβαιώνεται με δοκιμασίες διέγερσης της κορτιζόλης. Στην αξονική τομογραφία επινεφριδίων, τα επινεφρίδια αναλόγως του αιτίου της Addison έχουν χαρακτηριστική εικόνα. Η θεραπεία είναι υποκατάσταση με γλυκοκορτικοειδή και αλατοκορτικοειδή.




Ο καρκίνος θυρεοειδούς ταξινομείται σε 4 τύπους:

  • θηλώδες καρκίνωμα (αποτελεί την πιο συχνή μορφή, και συνήθως είναι θεραπεύσιμο)
  • θυλακιώδες καρκίνωμα
  • μυελοειδές (σε σημαντικό ποσοστό υπάρχει οικογενές ιστορικό της νόσου) και
  • αναπλαστικό (αποτελεί επιθετική μορφή , ραγδαίας εξέλιξης, που συνήθως μεθίσταται στους γειτονικούς ιστούς και άλλα σημεία του σώματος)

Κύριοι προδιαθεσικοί παράγοντες εμφάνισης καρκίνου θυρεοειδούς αποτελούν η προηγηθείσα ακτινοβολία στην παιδική ηλικία και το θετικό οικογενειακό ιστορικό θυρεοειδοπάθειας ή καρκίνου θυρεοειδούς. Συχνά η προχωρημένη μορφή καρκίνου θυρεοειδούς εκδηλώνεται με δυσκολία αναπνοής, βράγχος φωνής, ταχεία και αιφνίδια διόγκωση τραχηλικών λεμφαδένων και ανεξήγητη απώλεια βάρους.

Η διάγνωση τίθεται με βιοψία, που λαμβάνεται από την παρακέντηση των ύποπτα υπερηχογραφικά όζων. Η αντιμετώπιση του καρκίνου θυρεοειδούς εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως τον τύπο, το μέγεθος και την έκταση του όγκου. Καταρχάς αντιμετωπίζεται με θυρεοειδεκτομή ή λοβεκτομή αναλόγως του μεγέθους του καρκινώματος, και ακολουθεί λεμφαδενικός καθαρισμός, όταν απαιτείται. Η θεραπεία με ραδιενεργό ιώδιο εφαρμόζεται συχνά στα θηλώδη καρκίνωμτα, ενώ η προχωρημένη μορφή καρκινωμάτων μπορεί να αντιμετωπισθεί με χημειοθεραπεία, ακτινοβολία και αναστολείς τυροσινικών κινασών. Αξιοσημείωτο όμως είναι, ότι οι περισσότερες μορφές καρκίνου θυρεοειδούς είναι αντιμετωπίσιμες, ειδικά όταν τα καρκινικά κύτταρα δεν έχουν εξαπλωθεί σε άλλα σημεία του σώματος.




Είναι η φλεγμονή του θυρεοειδούς, που χαρακτηρίζεται συνήθως από τρείς φάσεις:

  • τη θυρεοτοξική, όπου παρατηρείται υπερπαραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών
  • την υποθυρεοειδική, όπου μειώνονται τα επίπεδα των θυρεοειδικών ορμονών και
  • την ευθυρεοειδική, όπου τα επίπεδα των ορμονών είναι φυσιολογικά και συνήθως ακολουθεί την υπερθυρεοειδική και προηγείται της υποθυρεοειδικής φάσης.

Συχνοί τύποι θυρεοειδίτιδας είναι η Hashimoto, η postpartum θυρεοειδίτιδα (αυτοάνοσης αιτιολογίας, που παρατηρείται εντός ενός έτους από τον τοκετό), η υποξεία-De Quervain θυρεοειδίτιδα (ιογενούς αιτιολογίας, που συνήθως έπεται αναπνευστικών λοιμώξεων), η οξεία πυώδης θυρεοειδίτιδα, αλλά και θυρεοειδίτιδες που προκαλούνται από το ιώδιο ή άλλα φάρμακα, όπως αμιωδαρόνη, λίθιο, ιντερφερόνη.

Τα συμπτώματα της θυρεοειδίτιδας εξαρτώνται από τον τύπο και τη φάση της θυρεοειδίτιδας. Η θυρεοτοξική φάση διαρκεί 1-3 μήνες και χαρακτηρίζεται από συμπτώματα υπερθυρεοειδισμού (πχ. ταχυκαρδία, απώλεια βάρους, τρόμος, ευερεθιστότητα, εφίδρωση, δυσανεξία στη ζέστη).

Η υποθυρεοειδική φάση έχει μεγαλύτερη διάρκεια και μπορεί να εξελιχθεί σε μόνιμο υποθυρεοειδισμό, με τα αντίστοιχα συμπτώματα υποθυρεοειδισμού (πχ. κόπωση, δυσκοιλιότητα, δυσανεξία στο ψύχος, μυική αδυναμία, διαταραχές συγκέντρωσης). Η θεραπεία εξαρτάται από τη φάση της φλεγμονής (χορήγηση β-blockers στον υπερθυρεοειδικό και θυροξίνης στον υποθυρεοειδικό ασθενή) αλλά και τον τύπο της θυρεοειδίτιδας. Χαρακτηριστική είναι η υποξεία θυρεοειδίτιδα, που αντιμετωπίζεται με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη και σε βαρύτερες περιπτώσεις με στεροειδή φάρμακα. Αντίθετα, η οξεία πυώδης θυρεοειδίτιδα αντιμετωπίζεται με αντιβιοτικά και αναλόγως βαρύτητας, παροχέτευση.




Η υποφυσίτιδα αποτελεί μια ξεχωριστή οντότητα, που εμφανίζεται συνήθως σε γυναίκες κατά την εγκυμοσύνη ή την περίοδο μετά τον τοκετό. Πρόκειται για μια αυτοάνοση διαδικασία, όπου ο αδένας της υπόφυσης διηθείται εκτενώς από λεμφοκύτταρα ή πλασματοκύτταρα, με αποτέλεσμα καταστροφή των κυττάρων της πρόσθιας υπόφυσης, οπότε και ανεπαρκή έκκριση των αντιστοίχων ορμονών που φυσιολογικά παράγει ο πρόσθιος λοβός. Τα συμπτώματα, που εκδηλώνονται είναι ανάλογα με την ορμόνη που ανεπαρκεί.

Σε περίπτωση εκτεταμένης φλεγμονής, μπορεί να παρεκτοπισθεί ο μίσχος της υπόφυσης ή να εκδηλωθούν και άλλα χωροκατακτητικά φαινόμενα, με αποτέλεσμα κεφαλαλγίες και διαταραχές οπτικών πεδίων.

Η διάγνωση τίθεται με την χαρακτηριστική απεικόνιση της υποφυσίτιδας στην μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου και τα μειωμένα επίπεδα ορμονών στον εργαστηριακό έλεγχο, στα πλαίσια της υποφυσιακής ανεπάρκειας που έχει προκληθεί. Η αντιμετώπιση είναι κυρίως φαρμακευτική με κορτικοστεροειδή.




Υποφυσιακή ανεπάρκεια είναι η κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από μειωμένη έκκριση μιας ή περισσότερων ορμονών από τον πρόσθιο λοβό της υπόφυσης. Ανάλογα με την ορμόνη που ανεπαρκεί, παρουσιάζονται και τα αντίστοιχα συμπτώματα στον ασθενή. Οταν η υποφυσιακή ανεπάρκεια προκαλείται από κάποιο μακροαδένωμα που πιέζει τις γειτονικές δομές, επιπλέον μπορούν να εκδηλωθούν κεφαλαλγίες και διαταραχές των οπτικών πεδίων.

Πέραν του αδενώματος, άλλα αίτια υποφυσιακής ανεπάρκειας, αποτελούν η λεμφοκυτταρική υποφυσίτιδα, κοκκιωματώδεις νόσοι, όπως ιστιοκυττάρωση και σαρκοείδωση, διάφοροι όγκοι εγκεφάλου, η προηγηθείσα ακτινοβολία, το τραύμα κεφαλής, ισχαιμικές βλάβες με αιμορραγίες ή έμφρακτα της υπόφυσης, ενώ πιο σπάνια, τα αίτια είναι λοιμώδη ή γενετικά.

Για να τεθεί η διάγνωση, μετρώνται τα επιπέδα ορμονών στο αίμα και διενεργείται μαγνητική τομογραφία εγκεφάλου, ή ακόμα και δυναμικές δοκιμασίες διέγερσης ορμονών. Σε γενικές γραμμές, η υποφυσιακή ανεπάρκεια αντιμετωπίζεται με θεραπεία υποκατάστασης των ορμονών που ανεπαρκούν, αναλόγως όμως του αιτίου, η αντιμετώπιση μπορεί να διαφοροποιηθεί.

Για παράδειγμα στην περίπτωση υποφυσιακής ανεπάρκειας λόγω χωροκατακτητικής βλάβης, γίνεται χειρουργική αφαίρεση του αδενώματος που ασκεί την πίεση και σε μη ανταπόκριση στο χειρουργείο, εφαρμόζεται επιπλέον ακτινοβολία. Από την άλλη, όταν το αίτιο της υποφυσιακής ανεπάρκειας είναι κάποιος τύπος υποφυσίτιδας, η αντιμετώπιση είναι κυρίως φαρμακευτική με κορτικοστεροειδή.




Υπογονιμότητα ορίζεται ως η αδυναμία σύλληψης και επίτευξης εγκυμοσύνης, μετά από ένα έτος τακτικών σεξουαλικών επαφών χωρίς προφύλαξη.

Συχνά αίτια γυναικείας υπογονιμότητας αποτελούν το σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών, η συγγενής υπερπλασία επινεφριδίων, οι δυσγενετικές γονάδες , η προηγηθείσα χημειοθεραπεία ή ακτινοβολία ωοθηκών, ο υποθυρεοειδισμός και η υπερπρολακτιναιμία.Επιπλέον υπάρχουν και αμιγώς γυναικολογικά αίτια, όπως το σύνδρομο Ashermann, η  ενδομητρίωση και η φλεγμονώδης νόσος της πυέλου.

Από την άλλη, για την ανδρική υπογονιμότητα, ενοχοποιούνται συχνά οι διαταραχές σπερματογένεσης, που αφορούν την κινητικότητα και μορφολογία των σπερματοζωαρίων, το σύνδρομο Kleinfelter, ενδοκρινολογικά αίτια, όπως η συγγενής υπερπλασία επινεφριδίων, o υπογοναδισμός και οι διαταραχές των θυρεοειδικών ορμονών, αλλά και άλλες παθολογικές καταστάσεις, όπως η κρυψορχία, η κιρσοκήλη και η κυστική ίνωση.

H θεραπεία της υπογονιμότητας είναι ανάλογη του αιτίου που την προκαλεί και είναι είτε φαρμακευτική, είτε χειρουργική όταν πρόκειται για ανατομικά προβλήματα στο αναπαραγωγικό σύστημα. Στην περίπτωση που δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί ή δεν ανευρίσκεται το αίτιο υπογονιμότητας, μπορούμε να στραφούμε σε ειδικές μεθόδους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, όπως διέγερση ωοθηκών, σπερματέγχυση ή εξωσωματική γονιμοποίηση (IVF).




H συγγενής υπερπλασία επινεφριδίων αποτελεί μια κληρονομική νόσος, που χαρακτηρίζεται από γενετικές μεταλλάξεις των επινεφριδιακών ενζύμων, που ευθύνονται για τη σύνθεση κορτιζόλης και αλδοστερόνης, με αποτέλεσμα ανεπαρκή σύνθεση αλδοστερόνης και κορτιζόλης και υπερπαραγωγή ανδρογόνων. Υπάρχουν δύο βασικοί τύποι συγγενούς υπερπλασίας επινεφριδίων, η κλασσική και η μη κλασσική μορφή. Η κλασσική μορφή ταξινομείται σε δύο περαιτέρω τύπους, αυτή με την απώλεια άλατος και αυτή χωρίς απώλεια άλατος (ή αλλιώς απλή αρρενοποιητική). Η κλασσική μορφή με απώλεια άλατος αποτελεί την πιο σοβαρή μορφή συγγενούς υπερπλασίας επινεφριδίων και μπορεί να οδηγήσει σε αφυδάτωση και κώμα, εάν δεν διαγνωσθεί έγκαιρα και αντιμετωπισθεί με αλατοκορτικοειδή και γλυκοκορτικοειδή. Η απλή αρρενοποιητική μορφή είναι λιγότερο σοβαρή και χαρακτηρίζεται από έλλειψη κορτιζόλης και αύξηση ανδρογόνων, που με τη σειρά τους οδηγούν σε διαταραχές των δευτερεύοντων χαρακτηριστικών του φύλου.

Αντιμετωπίζεται με γλυκοκορτικοειδή, τα οποία με τη σειρά τους καταστέλλουν την παραγωγή ανδρογόνων. Τέλος, η μη κλασσική μορφή αποτελεί την πιο ήπια μορφή, χαρακτηρίζεται από αυξημένα επίπεδα ανδρογόνων, που σπανιότερα συνυπάρχουν με έλλειψη κορτιζόλης και έχει ανάλογη κλινική εικόνα με αυτήν του συνδρόμου πολυκυστικών ωοθηκών. Η διάγνωση της συγγενούς υπερπλασίας επινεφριδίων βασίζεται στην μέτρηση αυξημένων επιπέδων 17-ΟΗ-PRG. Εν συνεχεία, για την οριστική διάγνωση, ακολουθεί γενετικός έλεγχος, όπου και ανιχνεύεται η υπεύθυνη για την νόσο γενετική μετάλλαξη.




Είναι η κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από υπερβολική συσσώρευση λίπους στο σώμα, με πολλές αρνητικές επιπτώσεις για την υγεία του ασθενούς. Ασθενής με δείκτη μάζας σώματος πάνω από 25, χαρακτηρίζεται ως υπέρβαρος, ενώ με δείκτη μάζας σώματος πάνω από 30, ως παχύσαρκος.

Ο βασικός τρόπος αντιμετώπισης της παχυσαρκίας είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής με διαιτητικές αλλαγές και αυξημένη σωματική άσκηση.

Υπάρχουν παρόλα αυτά κάποιοι ασθενείς, για τους οποίους ο τρόπος ζωής από μόνος του, δεν επαρκεί οπότε καταφεύγουμε σε άλλες θεραπείες, όπως φαρμακοθεραπείες και βαριατρική χειρουργική. Ως προς την φαρμακοθεραπεία υπάρχουν φάρμακα που μιμούνται κάποιες από τις φυσικές ορμόνες του οργανισμού, συγκεκριμένα τις ορμόνες κορεσμού, οι οποίες δίνουν σήμα στον εγκέφαλο ότι πλέον έχει επέλθει κορεσμός, οπότε όταν λαμβάνονται, το αίσθημα πείνας περιορίζεται κατά πολύ στον ασθενή. Πέραν όμως της φαρμακοθεραπείας, υπάρχουν και κάποιοι ενδοσκοπικοί χειρισμοί, όπως το γαστρικό μπαλόνι, αλλά και τα λεγόμενα βαριατρικά χειρουργεία, όπως το Roux-En-Y γαστρικό bypass. Oι τεχνικές αυτές προυποθέτουν την δια βίου παρακολούθηση των ασθενών μετεγχειρητικά, προκειμένου να διαπιστώνονται τα τυχόν διατροφικά ελλείματα, που προκύπτουν ως αποτέλεσμα των χειρουργείων αυτών.




Eίναι μια ορμόνη, που παράγεται μέσω χημικής αντίδρασης στο δέρμα με την βοήθεια της υπεριώδους ακτινοβολίας. Η βιταμίνη D αποκτά την ενεργή μορφή της στα νεφρά. Πηγές βιταμίνης D είναι ο ήλιος και διατροφικά προιόντα (πχ ψάρια-σολωμός, σαρδέλες, τόνος και κόκκινο κρέας). Η βιταμίνη D παίζει σημαντικό ρόλο στην σύνθεση του οστού, στον κυτταρικό πολλαπλασιασμό, στη ρύθμιση του ανοσοποιητικού, στην καταπολέμηση λοιμώξεων και στη μυική αντοχή.

Τέλος, μειώνει τον κίνδυνο εμφάνισης αυτοάνοσων νοσημάτων αλλά και συγκεκριμένων τύπων καρκίνου. Η ανεπάρκεια βιταμίνης D έχει ενοχοποιηθεί για την επιβράδυνση ανάπτυξης στα παιδιά (ραχίτιδες) αλλά και για την οστεοπόρωση-οστεομαλακία που εμφανίζεται στην ενήλικο ζωή. Τέλος, καρδιοαναπνευστικές παθήσεις και νόσοι, όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας, επιδεινώνονται από την έλλειψη βιταμίνης D. H ανεπάρκεια βιταμίνης d αντιμετωπίζεται με τη μεγαλύτερη έκθεση στον ήλιο, τη σωστή διατροφή και συμπληρώματα, που περιέχουν την βιταμίνη D.



Λεωφ. Μεσογείων 421 Β, Αγία Παρασκευή
Ιατρείο: 216 0017 127 Κινητό: 6974 418 573


Ωράριο λειτουργίας

Τετάρτη: 9.00-14.00 & 17.00-21.00
Πέμπτη: 17.00-21.00
Παρασκευή: 9.00-14.00 & 17.00-21.00
Δευτέρα ,Τριτη: κατόπιν ραντεβού


Copyright by Nellie Pappa 2023. All rights reserved.